- μέτωπ'
- μέτωπα , μέτωπονthe space between the eyesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μέτωπ' — Μέτωπε , Μέτωπος the space between the eyes masc voc sg Μέτωπαι , Μετώπη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… … Dictionary of Greek
κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μετωπίς — μετωπίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» τού μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μετωπ ίδ ς < μέτωπον + επίθημα ιδ (πρβλ. γλωττ ίς)] … Dictionary of Greek
μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] … Dictionary of Greek
μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
νεφριαίος — α, ο (Α νεφριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον λίπος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μετωπ ιαίος] … Dictionary of Greek
νοσιαίος — νοσιαῑος, αία, ον (Μ) (για μάχη) αιματηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μετωπ ιαίος)] … Dictionary of Greek
νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… … Dictionary of Greek